- δενδροκομικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία: Κυκλοφορούν πολλές δενδροκομικές πραγματείες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δενδροκομικός — ή, ό (AM δενδροκομικός, ή, όν) [δενδροκομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία … Dictionary of Greek
δενδροκομικῇ — δενδροκομικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] … Dictionary of Greek